γυρόμαντις

γυρόμαντις
γῡρόμαντις, εως, , (γῦρις)
A = ἀλευρόμαντις, dub. l. in Artem.2.69.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυρόμαντις — γυρόμαντις, ο (Α) αυτός που μαντεύει χρησιμοποιώντας αλεύρι άχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύρις + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”